- τέκοι
- τέκοῑ , τίκτωbring into the worldaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ί — (I) ἴ (Α) (πριν από φωνήεν) ή. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. τού διαζευτικού ή]·. (II) ἳ (Α) ονομαστική τής αντωνυμίας τού τρίτου προσ. οὗ («ἡ μὲν ὡς ἳ θάσσον , ἡ δ ὡς ἵ τέκοι παῑδα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αυτοπαθής αντωνυμία γ προσ. θηλ. που συνδέεται με γοτθ … Dictionary of Greek